φάγυλοι

φάγυλοι
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- τού αορ. β' τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα -υλος (πρβλ. δάκτ-υλος, σφόνδ-υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα παιδιά, ενώ η σημ. «μάρσιππος, σάκος» οφείλεται πιθ. στο σχήμα τού αντικειμένου αυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαγύλιον — τὸ, Α [φάγυλοι] (κατά τον Φώτ.) «μαρσίππιον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”